πανημερεύω

πανημερεύω
ΝΑ [πανήμερος (Ι)]
περνώ όλη την ημέρα μου κάνοντας κάτι, συνεχίζω κάτι καθ' όλη την ημέρα ή περνώ την ημέρα μου σε έναν τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”